Καλή ελληνική κουζίνα και απίθανα επιδόρπια στο Κουκουνάρι στον Χολαργό (Lifo)

7 Μαρτίου, 2016

Το Κουκουνάρι είναι ένα εστιατόριο στο Χολαργό που τρως πιάτα ελληνικής κουζίνας σε τιμές πολύ προσιτές. Με έστειλε ψαγμένος ταβερνιάρης και όταν ο ταβερνιάρης σε στέλνει αλλού για φαγητό, σημαίνει ότι θα φας καλά.

Το Κουκουνάρι είναι ωραία εξέλιξη, σαν μετά-ταβέρνα, ή έτσι όπως θα έπρεπε να είναι οι ταβέρνες το ’16. Καθαρές, με νόστιμο ελληνικό φαγητό, ελαφρώς πειραγμένο. Δηλαδή κλείνει το μάτι στο πειραματισμό, αλλά δεν ξεφεύγει από τις παραδοσιακές γεύσεις. Το Κουκουνάρι πήρε το όνομα του από μια κουκουναριά που βρήκαν έξω από το μαγαζί όταν έκαναν τις προετοιμασίες για να το ανοίξουν. Είναι Κυριακή μεσημέρι, τα τραπέζια είναι όλα γεμάτα, όμως οι σερβιτόροι παραμένουν χαμογελαστοί εξυπηρετικοί και τα πιάτα δεν αργούν. Είναι ζεστά και καλομαγειρεμένα.

Ο κατάλογος είναι μικρός, που μαρτυρά ότι κάθε μέρα τα φαγητά φεύγουν και δεν τρως ξαναζεσταμένο φαγητό. Ο Τάσος Σταματιάδης, ο σεφ, είχε περάσει από τα ξενοδοχεία Ελούντα και, πέρα απ την πολυετή του πείρα, έβγαλε όλο του το προσωπικό μεράκι του στο Κουκουνάρι Την μεγαλύτερη βαρύτητα την έδωσαν στο κρέας. Μαθαίνω ότι οι περισσότεροι θαμώνες έρχονται για το κότσι και το κοντοσούβλι.

Δοκιμάζω το ζουμερό κότσι που αξίζει να χυθεί πολύ μελάνι για αυτό. Μαρινάρεται, καλοψήνεται για οκτώ ώρες στα ζουμάκια του, σε πολύ σιγανή φωτιά, βάζουν μέσα μια βελόνα με αισθητήρα και μόλις φτάσει στο εκατό τις εκατό το ψήσιμο, το βάζουν στη γάστρα, και στην συνέχεια περνάει τη διαδικασία της «τραγανιστής πέτσας». Ψήνεται για ακόμα μια ώρα E VOILA! Το σερβίρουν με ένα μεγάλο μαχαίρι που το διαλύει ηδονικά και το κόκαλο αποχωρίζεται την τρυφερή σάρκα . «Κρατς», βάζεις στο στόμα την μπουκιά και συγχωρείς όλο τον κόσμο. Όπως και να το ονομάσεις, χαλάλι η δίαιτα, αξίζει θυσίες εβδομάδων για να το απολαύσεις μέχρι τη τελευταία μπουκιά χωρίς ενοχές. Ακούω απ’ τα δίπλα τραπέζια μικρο- μουγκρητά ευχαρίστησης καθώς το δοκιμάζουν οι γύρω παρέες. Το κοντοσούβλι όμως είναι η πιο μεγάλη επιτυχία του μαγαζιού, με τρυφερό κρέας κοτόπουλου ή χοιρινού, εντυπωσιακά σερβιρισμένο στη σούβλα, στάζοντας πάνω σε έναν μικρό σωρό από πίτες.

Από τα συνοδευτικά, η σαλάτα με κοτόπουλο, κατίκι και πιπεριά ήταν όσο θα έπρεπε δροσερή, με φίνο ντρέσινγκ. Ξεχωρίσαμε τα μπουρεκάκια μελιτζάνας με μους μάραθου και φέτα πανέ. Αξίζει να δοκιμάσει κανείς και την τηγανιτή φέτα που τη συνοδεύει μια ωραία μους από παντζάρι και μήλο.

O υπεύθυνος του μαγαζιού Χρυσόστομος Αβερκιάδης είναι ένας πραγματικός «μερακλής της γεύσης» αλλά και ειδήμων στο κρασί. Με σπουδές μεταξύ άλλων και στο κρασί, για το Κουκουνάρι επέλεξε και πιο μικρούς παραγωγούς με υπέροχα κρασιά, σε πολύ προσιτές τιμές. Με 15 ευρώ έχεις φάει και έχεις πει και το κρασάκι σου σε έναν χώρο που αποπνέει καθαριότητα και φινέτσα. Ο ίδιος σε ρόλο φιλόξενου οικοδεσπότη σου δίνει την αίσθηση ότι σε έχει προσκαλέσει στο ευρύχωρο χώρο του και σε περιποιείται σαν εκλεχτό φίλο. «Στόχος μου ήταν και είναι να προσφέρουμε πολύ ποιοτικό φαγητό αλλά να ’ναι προσιτή η πολυτέλεια». Μιλώντας για την Ελλάδα της κρίσης και με πολυετή πείρα ο ίδιος στα εστιατόρια, εξηγεί ότι από την χλιδή, την γκλαμουριά και την ασυδοσία του χθες που έβαζαν στα εστιατόρια πολυέλαιους και χρυσές ταπετσαρίες και τα πιάτα ήταν τεράστια με πολύ λίγο φαγητό, περάσαμε σχεδόν εν μια νυκτί σε γαστρονομικές εκπτώσεις. Όσο πιο φτηνή η καρέκλα που κάθεσαι, τόσο πιο ψαγμένη είναι (και καλά). Έφυγαν τα κυριλέ τραπέζια και ήρθαν τραπέζια με ροδάκια, γέμισε ο τόπος βελέντζες, τσιπουράδικα και πρόχειρο φαγητό. Κακή ποιότητα, αδιάφορες γεύσεις. «Καλή η χιπστεριά, αλλά να έχει αντίκρισμα. Δεν μου λέει τίποτα αν έχεις μούσι και ποδήλατο. Δείξε μου τι τρως, να σου πω ποιος είσαι». Πες, τα χρυσόστομε. Στο Κουκουνάρι ο στόχος ήταν το μέτρο. Η κανονικότητα που ’ναι τόσο εύκολη να την λες και τόσο δύσκολη να την πετύχεις. «Να έρθει ένας άνθρωπος να φάει καλά, άριστο φαγητό και να μην χλομιάσει όταν έρθει ο λογαριασμός».

Για το τέλος σας έχω το καλύτερο παγωτό, που φτιάχνεται σε παλιά παγωτομηχανή του τριάντα και το φτιάχνουν μόνο με αγνά υλικά και τρόπο εντελώς παραδοσιακό. Γεύσεις ποιητικές, που ξυπνούν τις μνήμες της παιδικής μας ηλικίας. Παγωτό λουκούμι τριαντάφυλλο -απλά εξαίσιο-, παγωτό περγαμόντο, παγωτό με γλυκό του κουταλιού σύκο, μερέντα, μπισκότο, απίθανο καϊμάκι. Τι να λέμε τώρα; Το παγωτό είναι μαστιχωτό, όχι πολύ παγωμένο, λιώνει ηδονικά στο στόμα. Είναι ίσως το πιο ωραίο ελληνικό παγωτό στην πόλη. Δοκιμάστε και την λεμονόπιτα, είναι σίγουρα από κορυφαίες που μπορείς να βρεις στην Αθήνα αυτή τη στιγμή.


Το Κουκουνάρι σε εκπλήσσει ευχάριστα και στο τέλος έχει ένα ακόμα δυνατό χαρτί, τα γλυκά του. Είναι απ τα μέρη που πας περνάς καλά και στέλνεις μετά και φίλους, με τη σιγουριά ότι θα φάνε και θα περάσουν και εκείνοι ωραία.

Πηγή: lifo.gr

Close
Close